- τιμούχιον
- τῑμούχ-ιον, τό,A office of τιμοῦχος, Inscr.Prien.12.4 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιμούχιον — τὸ, Α [τιμοῡχος] το αξίωμα τού τιμούχου … Dictionary of Greek